- καθάρυλλος
- καθάρυλλος, -ον (Α)(κωμ. υποκορ. τού καθαρός) κάπως καθαρός, λίγο καθαρός, καθαρούτσικος.επίρρ...καθαρύλλως (Α)κάπως καθαρά, καθαρούτσικα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + υποκορ. κατάλ. -υλλος (πρβλ. άρκ-υλλος, μάτρ-υλλος)].
Dictionary of Greek. 2013.